- συμβατηριος
- συμβατήριοςσυμ-βᾰτήριος2примирительный, направленный к соглашению
(λόγοι Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόγοι Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμβατήριος — ον, Α συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος)] … Dictionary of Greek
συμβατήριον — συμβατήριος masc/fem acc sg συμβατήριος neut nom/voc/acc sg συμβατικός tending masc/fem acc sg συμβατικός tending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβατηρίοις — συμβατήριος masc/fem/neut dat pl συμβατικός tending masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβατηρίους — συμβατήριος masc/fem acc pl συμβατικός tending masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβατηρίων — συμβατήριος masc/fem/neut gen pl συμβατικός tending masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβατήρια — συμβατήριος neut nom/voc/acc pl συμβατικός tending neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβατήριοι — συμβατήριος masc/fem nom/voc pl συμβατικός tending masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβατήριον — συμβατήριον , συμβατήριος masc/fem acc sg συμβατήριον , συμβατήριος neut nom/voc/acc sg συμβατήριον , συμβατικός tending masc/fem acc sg συμβατήριον , συμβατικός tending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβατηρίους — συμβατηρίους , συμβατήριος masc/fem acc pl συμβατηρίους , συμβατικός tending masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)